- γιγνώσκουσιν
- γιγνώσκωcome to knowpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)γιγνώσκωcome to knowpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίτοκος — η, ο (Α ἐπίτοκος, ον) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.) αρχ. 1. γόνιμος, καρποφόρος 2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)] … Dictionary of Greek